οἰκημάτιον

οἰκημάτιον
οἰκημάτιον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οικημάτιον — οἰκημάτιον, τὸ (Α) [οίκημα] 1. μικρή κατοικία, μικρό δωμάτιο, καμαρούλα 2. χαμόσπιτο …   Dictionary of Greek

  • οἰκηματίου — οἰκημάτιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκηματίων — οἰκημάτιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκημάτια — οἰκημάτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικηματάριον — το (Μ οἰκηματάριον) [οικημάτιον] βιβλίο βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής το οποίο περιέχει μελοποιημένους τους 24 «Οίκους» τής Ακολουθίας τού Ακάθιστου Ύμνου στη Θεοτόκο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”